Ομάδα Ισπανών ιατρών ανέπτυξε ένα καινούριο εμβόλιο, που μπορεί να συμβάλει στην προσωρινή αποτροπή της εξέλιξης του ιού HIV που προκαλεί το AIDS.
«Αυτό που επιτύχαμε είναι να παράσχουμε οδηγίες στο ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να μάθει να καταστρέφει τον ιό, πράγμα που δεν είναι εφικτό με, ας πούμε, φυσικό τρόπο», εξήγησε ο Φελίπε Γκαρθία, μέλος της ερευνητικής ομάδας στο νοσοκομείο Κλινίκ ντε Μπαρσελόνα, τα πορίσματα της έρευνας της οποίας δημοσιεύονται στην περιοδική έκδοση Science Transitional Medicine.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών του εμβολίου σε περίπου 40 ασθενείς, οι οποίοι διέκοψαν την ως τότε φαρμακευτική αγωγή τους, το εμβόλιο κατόρθωσε «να ελέγξει προσωρινά τον αναδιπλασιασμό του ιού με μία ανώτατη μείωση του ιικού φορτίου άνω του 90% εν σχέσει προς το αρχικό φορτίο», προστίθεται στην ανακοίνωση του νοσοκομείου.
«Τα αποτελέσματα είναι ανάλογα με την ανταπόκριση που επιτυγχάνεται από μία μονοθεραπεία με τη χρήση αντιικών φαρμάκων, τα οποία δρουν ως αναστολείς των διαφόρων σταδίων του μηχανισμού παραγωγής αντιγράφων του HIV στο αίμα», αναφέρεται στο ίδιο κείμενο.
Το εμβόλιο αποτελεί μία καινοτόμο εξέλιξη στη μάχη κατά του AIDS, διότι επιτρέπει την προσωρινή διακοπή της δια βίου φαρμακευτικής αγωγής των ασθενών, η οποία προκαλεί ενοχλήσεις στους νοσούντες εξαιτίας των πιθανών τοξικών επιδράσεων που μπορεί μακροπρόθεσμα να επιφέρουν, στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί και το αυξημένο οικονομικό κόστος» μίας τέτοιας θεραπείας, υπογραμμίζει η ίδια ιατρική ομάδα.
Μολαταύτα, σημειώνεται πως το εμβόλιο από μόνο του δεν κατορθώνει να μειώσει το ιικό φορτίο παρά μόνον για μία περίοδο, διάρκειας ενός έτους το μέγιστο, μετά το πέρας της οποίας ο ασθενής επιβάλλεται να επιστρέψει στη φαρμακευτική αγωγή με αντιιικά σκευάσματα.
«Στο μέλλον θα πρέπει να βελτιώσουμε το εμβόλιο και να το συνδυάσουμε με άλλα θεραπευτικά εμβόλια. Για να φθάσουμε στο παρόν σημείο απαιτήθηκαν επτά χρόνια και στα επόμενα τρία, ή τέσσερα χρόνια, θα συνεχίσουμε να εργαζόμεθα προς αυτήν την κατεύθυνση», υπογραμμίζει ο επικεφαλής του τμήματος λοιμωδών νοσημάτων του νοσοκομείου, Τζοζέπ Μαρία Γκατέλ, που διευθύνει το έργο της ερευνητικής ομάδας.