Ενα ταξίδι ήταν... Ενα ταξίδι με ρυθμό, ένταση, μουσικές και τραγούδια, ένα ταξίδι σαν πέταγμα από τις γκρίζες γειτονιές και την πλήξη των μεγαλουπόλεων στη φαντασία, ένα φτερούγισμα και μια κραυγή όλο λαχτάρα για λίγο χρώμα στη ζωή...
Σε τούτο το ταξίδι πήραν μέρος μόνο νέα παιδιά, αρκετούς από αυτούς θα τους θυμόμαστε πάντα νέους, πολλοί από αυτούς θα έπρεπε να είναι μαζί μας...
Εκείνα τα παιδιά προσπάθησαν να φτιάξουν μια πόλη φανταστική, με πολύ μουσική, πολύχρωμα φωτάκια, ξένοιαστες μέρες, νύχτες γεμάτες όνειρα και έρωτες, μια πόλη ζαχαρένια, μια πόλη που όλες οι εποχές θα ήταν αθώες, μια πόλη όπου ακόμα και ο πόνος θα ήταν ένα παιχνίδι όπως στα κόμικς...
Μόνο που η ζωή δεν είναι κόμικς και το ροζ συννεφάκι μέσα στο οποίο ήταν χτισμένη αυτή η πολιτεία διαλυόταν με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, διαλυόταν από τον φόβο της ατομικής βόμβας, διαλυόταν από τον αποκλεισμό και την εκμετάλλευση, διαλυόταν από τους πυροβολισμούς των εκτελεστικών αποσπασμάτων, διαλυόταν από τις οιμωγές των θυμάτων των πολέμων.
Μέσα σε αυτήν τη ροζ πολιτεία μπήκαν αμέσως οι έμποροι, που είδαν στα όνειρα εκείνης της παρέας ένα ολοκαίνουργιο προϊόν.
Από όλα αυτά έμεινε η μουσική και τα ονόματα των παιδιών. Και όπως σε όλες τις παρέες των παιδιών, πάντα κάποιος είναι ο αρχηγός.
Το όνομά του ήταν Ελβις Ααρον Πρίσλεϊ και σε αυτόν είναι αφιερωμένο αυτό το σύντομο σημείωμα, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Η πρώτη μέρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τη χαρά που σκόρπισε στους λαούς, είχε μια γεύση στάχτης στα χείλη, γιατί σκιαζόταν από τον τρόμο του πυρηνικού ολέθρου, γιατί η πραγματικότητα σηματοδοτούσε την επαναφορά σε μια «καθημερινότητα» που δεν άλλαξε, που κατέπνιγε τη ζωή, γιατί η νέα γενιά που έζησε κάτω από τα σφυρίγματα των βομβών, συνειδητοποίησε ότι δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα.
Το αίσθημα που κυριαρχούσε, ανάμεσα στους νέους της καπιταλιστικής Δύσης ήταν η ασφυξία και η αηδία για μια πραγματικότητα που καταπνίγει τη ζωή.
Σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε το Ροκ ν' Ρολ. Και τι πρόσφερε; Ένα μόνο πράγμα: ξεγνοιασιά. Αναπτύχθηκε μια αντίληψη που υποστήριζε ότι αν αυτή η κοινωνία δεν μπορεί να αλλάξει στο σύνολο της, τότε ας είναι τουλάχιστον η νεότητα ένα ονειρικό φιλμ με μουσική υπόκρουση το Ροκ.
Μέσα σε ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κλίμα, που μόνο για την περιγραφή του θα θέλαμε... τόμους, τα ραδιόφωνα εξακολουθούν να παίζουν Φρανκ Σινάτρα, Ντιν Μάρτιν, Ντόρις Ντέι και Μπίνγκ Κρόσμπι, ενώ η τηλεόραση καθίσταται μαζικό μέσο από το 1950 και μετά και ό,τι δείχνει θεωρείται ως το μόνο φυσιολογικό και αληθινό πράγμα στον κόσμο.
Το 1954, στη μουσική σκηνή προσγειώνεται ένας κομήτης που αναστατώνει τα πάντα. Είναι ο Μπιλ Χάλεϊ και οι Κομήτες του: Όλα τα συστατικά της ρόκ βρίσκονται στα τραγούδια του, ενώ το Rock around the clock που έγραψε για την ταινία «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα», θα ταυτιστεί με μια γενιά.
Ολα τα χαρακτηριστικά του Ροκ είναι στα τραγούδια του Μπιλ Χάλεϊ: ρυθμός, δυνατός ήχος, ηλεκτρική κιθάρα, βιμπράτο, απλά λόγια που επαναλαμβάνονται, δυναμισμός, επιθετικότητα, και βέβαια στιλ.
Τα πράγματα είχαν ξεκινήσει από τις αρχές του ΄50 με τον Φατς Ντόμινο, για να ακολουθήσει ο Ρίτσαρντ Πένιμαν το 1952 και ο Λίτλ Ρίτσαρντ. Το 1956 ο Κάρλ Πέρκινς γράφει έναν ύμνο του Ροκ, που μιλάει για τα καλά κυριακάτικα παπούτσια των παιδιών, τα blue suede shoes, μόνο που κάποιος Έλβις Πρίσλεϊ του έκλεψε το τραγούδι και τη δόξα.
Μα ποιος ήταν αυτός ο Πρίσλεϊ; Ένας νεαρός που το 1954 είχε καταφέρει ν' ανέβει στο νούμερο 3 των επιτυχιών με το τραγούδι That's all right mama.
Ο Ελβις Ααρόν Πρίσλεϊ, γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1935, στο Ιστ Τιούπελο του Μισισίπι, δίδυμος αδελφός του Τζέσε Γκάρον Πρίσλεϊ, ο οποίος γεννήθηκε νεκρός. Ο Ελβις μεγάλωσε στο Τιούπελο και αργότερα στο Μέμφις, όπου η οικογένειά του μετακόμισε το 1948. Η οικογένεια του Πρίσλεϊ, συγκαταλεγόταν σε αυτούς που ονόμαζαν περιφρονητικά «φτωχά λευκά σκουπίδια». Ήταν ένας χαρακτηρισμός για αυτούς που είχαν ευρωπαϊκή καταγωγή -η καταγωγή του Έλβις ήταν από τη Σκωτία και τη Γερμανία και με αρχικό επίθετο Πρέσλερ- και ήταν φτωχοί άνθρωποι με χαμηλή ή και καθόλου μόρφωση και άξεστη συμπεριφορά. Το αίσθημα κατωτερότητας κατέτρυχε τον Πρίσλεϊ σε όλη του τη ζωή. Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι που έμεναν σε δύο δωμάτια ήταν ταυτόχρονα μέλη τής ιδιαίτερα συντηρητικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής, η οποία αργότερα καταδίκαζε με πύρινα λόγια τον Έλβις. Ωστόσο, ήταν στην εκκλησία που για πρώτη φορά ο Πρίσλεϊ μαγεύτηκε από τη μουσική, καθώς η τουλάχιστον τρίωρη λειτουργία ξεκινούσε και τελείωνε με τραγούδια στα οποία χρησιμοποιούσαν πιάνο, ένα ή δύο ντέφια και ακορντεόν. Επίσης τα τραγούδια είχαν ρυθμό.
Μέσα σε αυτές τις εκκλησίες, θα συναντήσουμε και άλλα πράγματα που μπορούν να ρίξουν φώς σε καταστάσεις περίεργες στη συνέχεια. Σε αυτές τις εκκλησίες θα συναντήσουμε τη φόρμα της επίκλησης και της απάντησης που δένει τον κληρικό με το ποίμνιο, θα συναντήσουμε τους ανθρώπους να καταλαμβάνονται από τον θείο λόγο και να φθάνουν στα όρια της παράκρουσης και της έκστασης, θα είναι ίδια τα παιδιά που θα τα καταλαμβάνει υστερία μερικά χρόνια αργότερα, όταν οι «θεοί» του Ροκ θα εκπέμπουν τον «λόγο» τους από τη σκηνή...
Σε ηλικία 8 ετών, ο Έλβις κέρδισε τα πρώτα του χρήματα -5 δολάρια- για την ερμηνεία του σε έναν τοπικό διαγωνισμό.
Όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Μέμφις, εκεί στην πιο φτωχή συνοικία της πόλης, ο Έλβις ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα "Memphis blues". Σε αυτά τα μπλουζ, για πρώτη φορά ο ένας κιθαρίστας κρατούσε τον ρυθμό και ο άλλος έπαιζε σόλο. Αυτό αργότερα έγινε στάνταρ στις ροκ μπάντες.
Όταν ο Έλβις ήταν μικρός λαχταρούσε ένα ποδηλατάκι, όμως πού να βρεθούν 55 δολάρια; Οι γονείς του τον βόλεψαν με μια κιθάρα που στοίχιζε 12 δολάρια. Άρχισε να ασχολείται με αυτήν.
Όταν τελείωσε το σχολείο ο Έλβις έγινε, όπως και ο πατέρας του, οδηγός σε φορτηγό για 41 δολάρια την εβδομάδα. Το ημερολόγιο έδειχνε 1953 όταν ο Έλβις πληρώνοντας 4 δολάρια έγραψε ένα δισκάκι που το έκανε δώρο στη μητέρα του, στα στούντιο της "Sun Records". Σε εκείνη που έκανε εντύπωση ήταν η Μάριον Κέσκερ, γραμματέας του διευθυντή της "Sun Records", Σαμ Φίλιπς. Ήταν η Μάριον που έπεισε τον Φίλιπς να χρησιμοποιήσει τον Έλβις μαζί με άλλους για να κάνει αυτό που σκεφτόταν από καιρό: ένα «λευκό» συγκρότημα που θα έπαιζε με «μαύρο» ήχο. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1954: ήταν οι «Στάρλαϊτ Ράνγκλερς» και απαρτιζόταν από τους Έλβις Πρίσλεϊ, Σκότι Μουρ κιθαρίστα και Μπιλ Μπλακ, μπασίστα. Ανικανοποίητος ο Έλβις με όσα έπαιζαν, άρχισε να κινείται μέσα στο στούντιο γρήγορα, πάνω- κάτω και κουνώντας την κιθάρα του σαν κλόουν. Οι άλλοι ακολούθησαν. Ο Σαμ Φίλιπς έμεινε ικανοποιημένος. Βρισκόταν μπροστά, είχε συμβάλλει στην γέννηση ενός νέου προϊόντος, ενός στιλ με πάθος και ρυθμό.
Έλβις Πρίσλεϊ, το νέο προϊόν και αρκετά σύντομα το μυστικό της επιτυχίας των «Σταρλάϊτ Ράνγλερς», ξεπέρασε τα όρια της πόλης και άρχισαν να τους ζητούν να εμφανιστούν και σε άλλα μέρη.
Αναφέραμε ήδη το όνειρο του Σαμ Φίλιπς: λευκοί να παίζουν με μαύρο ήχο. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται αυτό ή μάλλον είναι πάρα πολύ δύσκολο και βέβαια πίσω από τη φράση αυτή στέκονται αιώνες δουλείας, καταπίεσης, εκμετάλλευσης, αίματος και η ιδιαίτερα εκρηκτική -ιδίως τα χρόνια εκείνα- αντίθεση λευκών- μαύρων.
Οι πρώτοι μαύροι δούλοι στις ΗΠΑ, από το 1615, έφεραν μαζί τους και τις μουσικές τους. Και αν όχι όλα τα, αρκετά πολύπλοκα, μουσικά τους όργανα, τουλάχιστον τα τύμπανα. Εξ΄ άλλου ένα τύμπανο είναι και σχετικά εύκολο να φτιαχτεί. Τα τύμπανα θεωρήθηκαν από τη χριστιανική Εκκλησία μια απειλή, ενάντια στον νόμο και την τάξη, ο ήχος τους αντιπροσώπευε την πιο σκοτεινή μορφή εξέγερσης: τον θρίαμβο του «Νέγρου». Στον ήχο του τυμπάνου ζούσε η ανάμνηση μιας Αφρικής που τώρα αποκτούσε μυθικές διαστάσεις και γέμιζε τρόμο την καρδιά των λευκών αφεντικών, καθώς η εξάσκηση της σκλαβιάς και η χριστιανική διδασκαλία που αρχικά την είχε «εξηγήσει» έρχονταν σε ολοένα μεγαλύτερη αντίφαση.
Οι μαύροι και οι λευκοί φτωχοί -με το πέρασμα των χρόνων- θα συναντηθούν στις εργατικές συνοικίες στις άκρες των πόλεων. Θα συναντηθούν και οι μουσικές τους. Οι λευκοί θα κατηγορηθούν ότι έκλεψαν την τζαζ και την μετέφεραν σε άλλο πλαίσιο. Ο ήχος swing των λευκών δεν έχει τίποτα από την οργή και τους ανατρεπτικούς υπαινιγμούς της μαύρης προέλευσής του.
H πιο θεαματική σύγκλιση μαύρης και λευκής μουσικής, των γκόσπελ και των μπλουζ των μαύρων με την "country" των λευκών είχε ως αποτέλεσμα το Ροκ εν Ρολ.
Ο Έλβις Πρίσλεϊ δεν ήταν αυτός που εφηύρε το Ροκ εν Ρόλ. Ήταν αυτός που το προχώρησε πάρα πέρα και έγινε ο πρώτος ροκ σούπερσταρ.
Το Ροκ εν Ρολ είναι ένα ταξίδι σε μια φανταστική χώρα, μια Αμερική που υπάρχει μόνο σε όνειρα, μια Αμερική των γουέστερν, των γκάνγκστερ, της πολυτέλειας, της σαγήνης και των ανοιχτών αυτοκινήτων. Το αγόρι "Ροκ εν Ρολ" βάζει στα μαλλιά "Μπριλκρίμ" και έχει φράντζες, το κορίτσι "Ροκ εν Ρολ", φοράει πλισέ φούστες και οι δύο πηγαίνουν σινεμά και επιστρέφοντας ίσως να φιληθούν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
Το "Ροκ εν Ρολ" αν και κραυγή για ζωή, έμενε εδώ και απλώς κοίταζε να περάσει καλά, έτσι όπως εκφράζεται στο εκπληκτικό από αυτή την άποψη "Jailhouse Rock" του Έλβις.
Ένας δεσμοφύλακας οργανώνει ένα ροκ πάρτι στη φυλακή. Οι πάντες χορεύουν και κάποια στιγμή ο Σίφτι Χένρι λέει στον Μπάγκς: «Για όνομα του Θεού, κανείς δεν κοιτάζει, τώρα είναι η ευκαιρία μας να το σκάσουμε», μόνο που ο Μπάγκς γυρίζει και του λέει, «όχι θα μείνω εδώ και θα διασκεδάσω με την ψυχή μου».
Το 1953 ο Έλβις Πρίσλεϊ γνώρισε τον απόστρατο συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, που έγινε ο μάνατζέρ του. Ο Πάρκερ, μόλις είδε τον Έλβις στη σκηνή, είπε «να ένα καινούργιο πράγμα». Μέχρι τότε μόνον οι γυναίκες ήταν "σέξι" στη σκηνή. Ήρθε τώρα η σειρά ενός άντρα που "συνουσιαζόταν" επί σκηνής με τον στύλο του μικροφώνου, προκαλώντας μαζική φρενίτιδα.
Ο Πάρκερ, θα ξαναβαφτίσει το συγκρότημα «Blue Moon Boys» και όταν έπαιξαν στην Τζάκσονβιλ, στη Φλόριδα, οι νεαροί έσκισαν τα ρούχα τους και άρχισε κάτι που κανείς δεν είχε ξαναδεί: φωνές, ουρλιαχτά, λιποθυμίες, ξέφρενοι χοροί.
Στα 21 του, ο πρώην άσημος οδηγός φορτηγού από το Μισισίπι, διέθετε όσα και η βασίλισσα της Αγγλίας, τα κορίτσια ξενυχτούσαν με το καινούργιο προϊόν που λεγόταν τρανζίστορ και που μετέδιδε τραγούδια του, στο προσκεφάλι τους, τα αγόρια χτενίζονταν όπως εκείνος για να είναι ελκυστικά.
Το 1955, ο Σαμ Φίλιπς πούλησε το συμβόλαιο του Έλβις με τη "Sun Records", στην RCA για 35.000 δολάρια.
Η 28η Ιανουαρίου 1956 ήταν μια βροχερή μέρα: οι οθόνες της τηλεόρασης ανάβουν και ένας νεαρός αρχίζει να τραγουδά με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι κινήσεις του. Για πρώτη φορά ένας άντρας σφίγγει έτσι ανάμεσα στα πόδια του τον στύλο του μικροφώνου. Οι εφημερίδες την άλλη μέρα θα ουρλιάξουν για αίσχος και στριπτίζ χωρίς γδύσιμο, όμως το προηγούμενο βράδυ η Αμερική έτρεμε μπροστά στο θέαμα.
Η βιομηχανία της δισκογραφίας παίρνει φωτιά: τον Σεπτέμβριο του 1956 κυκλοφόρησαν ξανά 7 μικροί δίσκοι του, γεγονός πρωτοφανές για τη δισκογραφία μέχρι τότε.
Ο Πάρκερ σκύβει στο αυτί του Έλβις: «Αυτοί οι τρελοί θα πληρώσουν το βάρος σου σε χρυσό». Το όνομα του Έλβις συνδέεται ταυτόχρονα με 78 διαφορετικά προϊόντα.
Έλβις ο βασιλιάς, η συνταγή απαρέγκλιτη: απλά λόγια και μια άπιστη γυναίκα στο σκηνικό, η φωνή παίζει λίγο άγρια, λίγο μελαγχολική, λίγο γλυκερή και σέξι παρουσία στη σκηνή. Το "Heartbreak hotel" προσγειώνεται νούμερο ένα στα τσάρτς.
To 1958 o Eλβις Πρίσλεϊ παρουσιάστηκε για να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό. Μετά τη βασική εκπαίδευση πήγε στη Γερμανία, στην αμερικανική μονάδα που στάθμευε εκεί. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς επέστρεψε εσπευσμένα στην Μέμφιδα, καθώς πέθανε ο άνθρωπος που λάτρευε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του: η μητέρα του Γκλάντις σε ηλικία 42 ετών. Στην ίδια ακριβώς ηλικία θα πέθαινε και εκείνος 19 χρόνια αργότερα. Ουσιαστικά η καριέρα του τελείωσε ακριβώς τότε.
Με κουρελιασμένο ηθικό, ο Πρίσλεϊ ξαναγύρισε στη Γερμανία όπου και τερμάτισε τη θητεία του. Η επιστροφή του το 1960 τον βρήκε μάλλον απογοητευμένο από την πορεία της καριέρας του. Τα πράγματα είχαν αλλάξει αρκετά, η βρετανική σκηνή του Ροκ είχε δημιουργηθεί, οι θαυμαστές του Έλβις στην Αγγλία είχαν φτιάξει τα δικά τους συγκροτήματα. «Πριν τον Έλβις ήταν ένα τίποτα» θα πει αργότερα ο Τζον Λέννον, που μαζί με τους άλλους τρεις Beatles ήταν οι επικεφαλής της βρετανικής μουσικής εισβολής στις ΗΠΑ.
Την 1η Μαρτίου 1967 ο Έλβις παντρεύτηκε την Πρισίλα Μπολιέ, κόρη σμηναγού που την είχε γνωρίσει στη διάρκεια της θητείας του στη Γερμανία. Χώρισαν το 1972 έχοντας αποκτήσει μια κόρη.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1968 η εμφάνιση του Έλβις στην τηλεόραση σηματοδοτεί και την επιστροφή του στις Ροκ εν Ρολ ρίζες του. Έναν χρόνο αργότερα θα επιστρέψει και στις συναυλίες. Θα τραγουδήσει στην τηλεόραση με τον Φρανκ Σινάτρα που κάποτε είχε πει ότι η ρόκ είναι μουσική για κρετίνους. Βυθίζεται στην κόλαση των υπνωτικών. To 1972 θα γίνει δεκτός από τον Πρόεδρο Νίξον. Τίποτα δεν σταματά την παρακμή.
Ήταν τελικά, μοναχικός. Παιδί μιας φτωχής οικογένειας, έγινε ο πρώτος ροκ σουπερστάρ, ένα φαινόμενο, συντελεστής και θύμα ταυτόχρονα μιας απάνθρωπης μηχανής.
Η φωνή του Έλβις ακουγόταν σε μια εποχή θυελλών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εκατομμύρια νέοι ξενυχτούσαν με τους ήχους του στ' αυτιά τους, καθώς η «έκρηξη» του Ροκ εν Ρολ συνοδεύτηκε από την εφεύρεση του «τρανζίστορ».
Τελευταίο τραγούδι που έγινε Νούμερο ένα, ήταν το "Suspicious Minds", την 1η Νοεμβρίου του 1969, όμως το Ροκ εν Ρολ είχε ήδη πεθάνει, ο «βασιλιάς» βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ στη μαύρη θάλασσα των βαρβιτουρικών.
Η αβάσταχτη μοναξιά του δεν χωρούσε στο χρυσό παλάτι της Γκρέισλαντ. Είκοσι τρία υπνοδωμάτια και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οδηγούσε καμιά φορά μία από τις τέσσερεις Κάντιλακ ή τη μοβ Λίνκολν του και έβγαζε τα μαύρα γυαλιά του στη Σάνσετ Μπουλβάρ του Χόλιγουντ, όμως από αυτούς που τον είχαν λατρέψει δεν τον αναγνώριζε πια κανένας...
16 Αυγούστου 1977 το τέλος. Ο Έλβις πέθανε σε ηλικία 42 ετών, την ίδια ακριβώς ηλικία με τη μητέρα του που λάτρευε.
Ο θάνατός του έδωσε την ευκαιρία στη «βιομηχανία του θεάματος» να πουλήσει ακόμα δέκα εκατομμύρια δίσκους...
Το 1981 ο συγγραφέας Αλμπερτ Γκόλντμαν θα επιχειρήσει να γκρεμίσει το είδωλο, μιλώντας στο βιβλίο του για ένα ανθρωπάκι με εκατομμύρια «βίτσια»...
Τα πόδια θα «ξεσηκώνονται» στο άκουσμα ενός Ροκ εν Ρολ τραγουδιού, θα ψιθυρίζουμε μαζί του ένα τραγούδι του -όποτε ακούγεται- όμως πάντα με το μυαλό καθαρό, για να θυμόμαστε τον Έλβις στις πραγματικές του διαστάσεις όχι ως «είδωλο», ούτε ως τον «βασιλιά» των εταιρειών, αλλά ως ένα παιδί που κυριάρχησε με τη φωνή του σε μια καθόλου «αθώα» εποχή.