9ο Κυνήγι Κρυμμένου Θησαυρού
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως , το Θρασάκι και ο Χαρίδημος. Τις μέρες τους τις περνούσαν βαρετά και μονότονα κλεισμένα μέσα στο αυτοσχέδιο κάστρο τους στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας τους. Ευτυχώς που υπήρχε και ο παππούς με τις ιστορίες του να τα ταξιδεύει…
«Πόσο τυχεροί ήταν όλοι τους τα παλιά τα χρόνια!» αναφώνησε παραπονεμένα ο Χαρίδημος. «Είχαν τόσα πράγματα να κάνουν και να δουν!» Αμέσως το Θρασάκι ,αν και γνώριζε πόσο δίκιο είχε ο αδερφός του, του απάντησε νευριασμένα : «με τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένος πια! Κοίτα πόσα βιβλία έχει ο παππούς και πόσα αντικείμενα από τότε. Νομίζεις ότι τα έχουν δει πολλοί στις μέρες μας όλα αυτά;» Ο Ανδρόγεως άκουγε σιωπηλός χωρίς να απαντάει στα αδέρφια του, χωμένος μέσα στις ατέλειωτες σημειώσεις και τα παχουλά βιβλία του. Η ιδέα δεν άργησε να πέσει: «Τώρα που ο παππούς λείπει, είναι ευκαιρία για παιχνίδι στο σαλόνι!» Πριν καλά καλά το σκεφτούν , το σαλόνι είχε γίνει ήδη γήπεδο ποδοσφαίρου.
-Πιάσε! Φώναξε το Θρασάκι και έριξε με όλη του τη δύναμη.
Ο Ανδρόγεως όμως, αντί να ασχολείται με το παιχνίδι, χάζευε το δίσκο με τα περίεργα σημαδάκια στον τοίχο του παππού και… ΜΠΑΜ! … το κακό έγινε.
Βρέθηκαν και οι τρεις να κοιτάνε τα σπασμένα κομμάτια από το αγαπημένο βάζο του παππού απλωμένα στο πάτωμα.
- Και τώρα; Πάλι το μπελά μας θα βρούμε! Καταστραφήκαμε! Μουρμούρισε ο Χαρίδημος.
Το Θρασάκι έβγαζε καπνούς από τα αυτιά του ενώ ο Ανδρόγεως είχε ήδη σκύψει πάνω από τα κομμάτια και τα κοίταζε σα χαζός.
- Δε θα πιστέψετε τι βρήκαμε μόλις! Φώναξε.
Μαζεύτηκαν και οι τρεις πάνω από τον αμφορέα.
-Το μόνο που βρήκαμε είναι ο μπελάς μας, σας τα ΄λεγα να μην παίζουμε εδώ!
Ίσως και να ήταν έτσι, όχι όμως για το λόγο που φαντάζονταν τότε ο Χαρίδημος..
Ήδη το έμπειρο μάτι του Ανδρόγεω είχε παρατηρήσει το σχέδιο που αποκαλυπτόταν στα μέσα τοιχώματα του αμφορέα. Ένα από τα πιο απίθανα όνειρα τους βρισκόταν ζωγραφισμένο εκεί. Σχέδιο για την μηχανή του χρόνου; Να ήταν αλήθεια;
Χρόνια άκουγαν από τον παππού για τον πιο μεγάλο μάστορα που πέρασε από τον κόσμο αυτό. Έλεγαν ότι μπορούσε να φτιάξει τα πάντα, γιατί όχι και αυτό; Το σχέδιο ήταν αναλυτικό και ξεκάθαρο, και αυτό το μεγάλο Δ στην κάτω μεριά… ήταν όντως αυτό που φαντάζονταν;
-Σκέφτεστε αυτό που σκέφτομαι; αναφώνησε το Θρασάκι.
-Ότι θα είμαστε τιμωρία για όλη μας τη ζωή;
-Όχι Χαρίδημε, ότι μπορούμε να ζήσουμε αυτά που τόσα χρόνια απλά φανταζόμασταν.
-Να δούμε ξανά το τείχος γύρω από την πόλη;
-Το κάστρο που στεκόταν στο λιμάνι;
-Τα λιοντάρια που έδιναν νερό σε όλους και το παλάτι του μεγάλου βασιλιά;
Τα μάτια τους άστραψαν και ο σκοπός ήταν πια ένας. Θα έκαναν το σπίτι άνω κάτω μέχρι να βρουν τα υλικά που χρειάζονταν για να φτιάξουν τη μηχανή.
Οι μέρες περνούσαν και είχαν στρωθεί για τα καλά στη δουλειά. Ο Ανδρόγεως δεν είχε σηκώσει κεφάλι από το πολύτιμο σχέδιο, το Θρασάκι δούλευε συνεχώς την κατασκευή τους και ο Χαρίδημος κατάφερνε με τρομερή συνέπεια να βρίσκει όλα όσα χρειάζονται. Ήταν τόσο κοντά πια. Ο παππούς δεν είπε τίποτα για τον αμφορέα που έλειπε, σαν να μην τον είχε ποτέ εκεί.
-Περίεργο, τον αγαπούσε τόσο πολύ! Σκέφτηκε ο Χαρίδημος αλλά το ξέχασε αμέσως προσπαθώντας να βγάλει τις βίδες που χρειάζονταν από ένα παλιό ποδήλατο. Όλα τους τα παιχνίδια θυσιάστηκαν για χάρη του σχεδίου.
Η μεγάλη μέρα έφτασε. Όλα ήταν σχεδιασμένα τέλεια - έτσι τουλάχιστον πίστευαν.
Ο παππούς έλειπε , το σπίτι ήταν όλο δικό τους και το σχέδιο τους είχε μπει στο τελικό στάδιο.
-Οι βόλοι που βρήκε το Θρασάκι θα παριστάνουν τους αστερισμούς και έτσι θα δείξουμε στη μηχανή σε ποια εποχή να μας πάει!
-Να βρούμε τον παππού όταν ήταν παιδάκι! Θα κάνουμε τέλεια παρέα!
Μπήκαν στην θέση τους, έδεσαν τις ζώνες τους και ο Ανδρόγεως τοποθέτησε με ευλάβεια τους βόλους. Κοιτάχτηκαν για λίγο και κατέβασαν όλοι μαζί το μεγάλο μοχλό.
Οι τροχαλίες άρχισαν να γυρνάνε την ώρα που η πόρτα του δωματίου τους έτριξε.
Ο Χαρίδημος γύρισε έντρομος καταλαβαίνοντας ότι ήρθε ο παππούς . Με μια απότομη κίνηση οι προσεκτικά τοποθετημένοι βόλοι άρχισαν να πηγαινοέρχονται πάνω στην πλακέτα της μηχανής. Οι καπνοί όμως που γέμισαν το δωμάτιο έδειχναν ότι τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά…